- ένδυμα
- το, -ατος1. ό,τι χρησιμεύει για κάλυψη του σώματος, φόρεμα, ρούχο.2. όλη η ενδυμασία: Επίσημο ένδυμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἔνδυμα — garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδυμα — το (AM ἔνδυμα) 1. φόρεμα για την κάλυψη τού σώματος «ἔνδυμα γάμου» 2. περίβλημα συσκευής μσν. νεοελλ. τα απαραίτητα ηθικά προσόντα για να εισέλθει κανείς στη βασιλεία τών ουρανών νεοελλ. άδεια εισόδου … Dictionary of Greek
καφτάνι — Ένδυμα των ανατολικών λαών, μακρύ και φαρδύ, πλούσια διακοσμημένο και ντυμένο με γούνα. Οι σουλτάνοι της Τουρκίας χάριζαν κ. στους βεζίρηδες ή στους μεγιστάνες σε έκτακτες ευκαιρίες ή για τιμητική διάκριση, όπως σήμερα απονέμονται τα παράσημα.… … Dictionary of Greek
τοὔνδυμα — ἔνδυμα , ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδυμ' — ἔνδυμα , ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλίκιο — Ένδυμα από χοντρό ύφασμα, φτιαγμένο από τρίχες καμήλας ή κατσίκας. Το φορούσαν κατάσαρκα οι Εβραίοι προφήτες και ιεροκήρυκες ως ένδειξη μετάνοιας. Αντίθετα, οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν αυτό το ύφασμα για στρατιωτικές ανάγκες και έφτιαχναν… … Dictionary of Greek
ἐνδυμάτων — ἔνδυμα garment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδύμασι — ἔνδυμα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδύμασιν — ἔνδυμα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδύματα — ἔνδυμα garment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)